-
1 крыша
η στέγη, η σκεπή, η οροφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крыша
-
2 крыша
-и θ.στέγη, σκεπή•железная крыша οτέγη με σιδηρόφυλλα•
соломенная крыша άχυροσκεπή•
односкатная крыша μονοκλινής στέγη•
двускатная крыша δίκλινης στέγη•
черепичная крыша στέγη κεραμοσκεπή.
|| μτφ. σπίτι, οικία, κατοικία•под одной -ей κάτω από την ίδια στέγη (στο ίδιο σπίτι).